ανάσυρτος

ανάσυρτος
ανάσυρτος, -η, -ο και ανασυρτός, -ή, -ό
επίρρ. και
1. αυτός που σύρθηκε ελαφρά προς τα έξω ή προς τα πάνω: Είχε τη φούστα της ανασυρτή για να φαίνονται τα καλλίγραμμα πόδια της.
2. (για φίδι), αυτός που σέρνεται όρθιος: Το φίδι ανασυρτό όλο και ζύγωνε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανασυρτός — ή, ό 1. αυτός που σύρεται με ελαφριά ανύψωση ενός τμήματός του 2. ο ανασερνάμενος, αυτός που βαδίζει με δυσκολία, σαν να σέρνεται 3. το ουδ. ως ουσ. το ανασυρτό αγγείο για την άντληση του νερού ή η αρπάγη που χρησιμεύει για να ανασυρθεί ο κάδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”